- σημαδόφωνο
- το, Νφθογγόσημο τής βυζαντινής μουσικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι + -φωνο (< φωνή), πρβλ. γραμμό-φωνο, μαγνητό-φωνο. Η λ. στον πληθ., σημαδόφωνα, μαρτυρείται από το 1878 στο Αττικὸν Ημερολόγιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταστή — Ονομάζεται έτσι ένας από τους χαρακτήρες ποσότητας, που χρησιμοποιείται στη σημερινή σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής. Στο αρχαίο στενογραφικό σύστημα της βυζαντινής μουσικής, η π. είχε τη γραφή που έχει σήμερα, την ίδια αξία και ονομασία και … Dictionary of Greek
σημάδι — το / σημάδιον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. σημείο, σήμα, ένδειξη (α. «έβαλα σημάδι για να θυμάμαι το μέρος» β. «κι ό,τι σημάδι θέλω δει να σού τό πω και σένα», Ερωτόκρ.) 2. στόχος για βολή, σκοπόσημο («δεν βλέπω καθαρά το σημάδι») 3. σωματικό γνώρισμα («πες… … Dictionary of Greek
ίσο — το 1. σημαδόφωνο της βυζαντινής μουσικής που σημαίνει επανάληψη του ίδιου φθόγγου. 2. κάθε φθόγγος που επαναλαμβάνεται: Ο ψάλτης δεν έχει κανένα για να του κρατάει το ίσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπόσταση — η 1. ύπαρξη (βλ. λ.): Από τα πυρηνικά όπλα κινδυνεύει η υπόσταση της ανθρωπότητας. 2. βάση, θεμέλιο, αλήθεια: Οι φήμες αυτές δεν έχουν υπόσταση. 3. υποστάθμη (βλ. λ.). 4. σημαδόφωνο της βυζαντινής μουσικής, σημάδι. 5. (ιατρ.), συρροή αίματος στα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθογγόσημο — το (μουσ.), σύμβολο ή σημείο που εκφράζει την οξύτητα και τη διάρκεια ενός μουσικού φθόγγου, το σημαδόφωνο, το εκφωνητικό, η νότα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)